Το πιο βασικό αποτέλεσμα της συνάντησης Πούτιν και Τραμπ φαίνεται να είναι η αποδοχή από τις ΗΠΑ της ανάγκης για ειρηνευτική συμφωνία και όχι εκεχειρία
Η συνάντηση των προέδρων των ΗΠΑ και της Ρωσίας, Ντόναλντ Τραμπ και Βλαντίμιρ Πούτιν στην Αλάσκα δεν ήταν βέβαια η θριαμβική στιγμή του μεγάλου deal που ήθελε πρωτίστως ο τρέχων ένοικος του Λευκού Οίκου. Όμως, θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι ήταν τελικά και χωρίς αποτέλεσμα.
Καταρχάς υπήρχαν όλοι οι συμβολισμοί, ξεκινώντας από το γεγονός ότι Αμερικανοί στρατιώτες άπλωσαν – κυριολεκτικά – το κόκκινο χαλί για τον Ντόναλντ Τραμπ, το ίδιο το γεγονός ότι συνάντηση έγινε, και το γεγονός ότι παρότι η όλη διαδικασία ήταν συντομότερη από όσο είχε προγραμματιστεί εντούτοις και ΗΠΑ και Ρωσία επέλεξαν να δώσουν θετικό απολογισμό. Όλα αυτά έχουν αναμφίβολα τη σημασία τους.
Πάνω από όλα είχε σημασία ότι ο ίδιος ο Τραμπ επέλεξε να δώσει ως στίγμα των αποτελεσμάτων της συνάντησης κορυφής το γεγονός ότι αποφασίστηκε ότι «ο καλύτερος τρόπος για να σταματήσει ο τρομακτικός πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία είναι να πάμε κατευθείαν σε μια Συμφωνία Ειρήνης, που θα σταματήσει τον πόλεμο και όχι σε μια απλή Συμφωνία Εκεχειρίας, που κάποιες φορές δεν διαρκεί».
Για να καταλάβουμε τη σημασία αυτής της διατύπωσης θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι η επιλογή ανάμεσα σε μια Συμφωνία Ειρήνης και μια Συμφωνία Εκεχειρίας, διαμορφώνει μια μεγάλη διαχωριστική γραμμή. Συμφωνία Ειρήνης, με τα σημερινά δεδομένα, όπως έχουν διαμορφωθεί στο ίδιο το πεδίο των μαχών με τη Ρωσία να κερδίσει τον πόλεμο φθοράς σε βάρος της Ουκρανίας και σημάδια ότι η Ουκρανική αντίσταση σπάει σε ορισμένα σημεία, σημαίνει, αναγνώριση των τετελεσμένων και άρα εδαφικά κέρδη για τη Ρωσία και εδαφικές απώλειες για την Ουκρανία και μάλιστα με όρους τυπικής επικύρωσης. Οτιδήποτε άλλο δεν μπορεί να είναι συμφωνία γιατί πολύ απλά η Ρωσία δεν θα το δεχτεί. Σημαίνει ακόμη και μια σειρά από άλλους όρους εγγυήσεων ασφαλείας και προφανώς άρσης των κυρώσεων κάποια στιγμή.
Από την άλλη μια συμφωνία εκεχειρίας, ακόμη και εάν τηρηθεί, σημαίνει απλώς μια «παγωμένη σύγκρουση». Καμία εδαφική αλλαγή δεν επικυρώνεται τυπικά, οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας παραμένουν και τυπικά η επίσημη θέση της «διεθνούς κοινότητας» παραμένει η αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας.
Σχηματικά: υπέρ της συνολικής ειρηνευτικής συμφωνίας ήταν η Ρωσία και υπέρ της «παγωμένης σύγκρουσης» κατέτεινε η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ουκρανικής κυβέρνησης, ιδίως από τη στιγμή που η τελευταία αρνείται οποιαδήποτε συζήτηση για παραχώρηση εδαφών. Με τη λογική της «παγωμένης σύγκρουσης» ήταν και ορισμένα τμήματα της αμερικανικής διπλωματίας (όπως και η Βρετανία) που έχουν επενδύσει σε αυτό που έχει περιγραφτεί ως η στρατηγική του νέου «Ψυχρού Πολέμου». Σε επίπεδο ρητορικής η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αυτή που περισσότερο επένδυσε στο να είναι αυτή που υπερασπίζεται την Ουκρανία περισσότερο, ιδίως μετά την άνοδο Τραμπ στην εξουσία.
Όμως, η επίτευξη μιας ειρηνευτικής συμφωνίας δεν θα είναι εύκολη. Η μία δυσκολία έχει να κάνει με το πώς θα μπορούσε να υπάρξει μια συμφωνία για το εδαφικό με όρους που να φαντάζει ως «συμβιβασμός» και με δεδομένο ότι η Ρωσία αυτή τη στιγμή εξακολουθεί να κερδίζει έδαφος. Ο Πούτιν φέρεται να πρότεινε η Ρωσία να αποκτήσει πλήρη έλεγχο του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ, με αποχώρηση των ουκρανικών δυνάμεων από τα σημεία που κατέχουν και σε αντάλλαγμα η Ρωσία να μην κινηθεί πέραν της σημερινής γραμμής του μετώπου στη Χερσώνα και τη Ζαπορίζια. Το ερώτημα είναι εάν η ουκρανική κυβέρνηση θα δεχτεί μια τέτοια απώλεια εθνικού εδάφους, έστω και με την εξασφάλιση εγγυήσεων ασφαλείας πρωτίστως από τις ΗΠΑ, ακόμη και εάν είναι εμφανές ότι δεν μπορεί να ανακαταλάβει στρατιωτικά τις περιοχές που έχει απωλέσει. Αυτό δεν έχει να κάνει απλώς με το ότι αυτό θα φάνταζε ως εθνική τραγωδία αλλά και με το ότι θα σήμαινε και το τέλος πρακτικά της διακυβέρνησης Ζελένσκι και του συστήματος εξουσίας που έχει διαμορφωθεί γύρω από τον Ουκρανό πρόεδρο, με το δεδομένο θα ταυτιστεί με την ήττα.
Η δεύτερη δυσκολία έχει να κάνει με αυτό που η ρωσική πλευρά ονομάζει «τις ρίζες του προβλήματος», που ουσιαστικά παραπέμπει σε αυτό που αποκάλεσε «αποναζιστικοποίηση» κατά την έναρξη της «Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης», και που παραπέμπει όχι απλώς σε εγγυήσεις ουδετερότητας της Ουκρανίας ή μη ένταξης στο ΝΑΤΟ (κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί δεδομένο) αλλά και σε ένα είδος «αλλαγής καθεστώτος» στην Ουκρανία.
Και η τρίτη δυσκολία έχει να κάνει με το πώς θα μπορούσε να ξεδιπλωθεί η όλη διαδικασία μιας ειρηνευτικής συμφωνίας καθώς σε πείσμα του τόνου «ανυπομονησίας» που κατά καιρούς ακούγεται από την πλευρά του Αμερικανού προέδρου τέτοιες διαδικασίες δεν γίνονται από τη μια μέρα στη άλλη. Εδώ το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν η όλη διαδικασία θα έχει τη μορφή μιας ακολουθίας τέτοιων συναντήσεων, με ορίζοντα μια τριμερή, ή εάν θα υπάρξουν και στιγμές έντασης ή πιέσεων, π.χ. όπως αυτές των «δευτερογενών κυρώσεων» σε βάρος της Ρωσίας που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις σχέσεις της με χώρες όπως η Ινδία.
Προφανώς και αυτές οι δυσκολίες μπορούν τελικά να οδηγήσουν την όλη διαδικασία σε αποτυχία. Από την άλλη, στο βαθμό που δεν φαίνεται να υπάρχει τρόπος να αλλάξει ο στρατιωτικός συσχετισμός δυνάμεων στην Ουκρανία και εάν οι ΗΠΑ επιμείνουν σε αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσαν τα πράγματα όντως να οδηγηθούν σε κάποιου είδους ειρηνευτική συμφωνία. Αυτό σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει και με το εάν ο ίδιος ο Τραμπ όντως θα επιμείνει σε αυτή την κατεύθυνση. Την ίδια στιγμή οι δυνάμεις που φαίνεται να διαφωνούν με αυτή την κατεύθυνση, πρωτίστως χώρες της ΕΕ αλλά και η κυβέρνηση της Ουκρανίας, δεν δείχνουν να είναι σε θέση να προτείνουν μια εναλλακτική. Βεβαίως, μπορούν πάντα να επικαλούνται ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια συμφωνία που να μην έχει τη συναίνεση, αν όχι και την πρωτοβουλία της ουκρανικής πλευράς, όμως δεν δείχνουν να μπορούν να το επιβάλουν. Την ίδια ώρα η δυναμική των πραγμάτων θα κατατείνει όλο και περισσότερο σε αυτό που θέλουν να αποφύγουν: σε μια απόφαση για το μέλλον της Ουκρανίας που στη βάση των τετελεσμένων στα πεδία των μαχών θα κριθεί κατά βάση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας.